γραφομηχανή — Εκτυπωτική μηχανή σε φύλλο χαρτιού, με χαρακτήρες παρόμοιους με τα στοιχεία του Τύπου. Η μηχανή αυτή λειτουργεί με πλήκτρα και αντικαθιστά τη γραφή με το χέρι. Η γ. στην κανονική της μορφή αποτελείται από το κινητό μέρος της, που ονομάζεται όχημα … Dictionary of Greek
κονσόλα — I Κινητό βοηθητικό έπιπλο, που στηρίζεται στον τοίχο και σε δύο πόδια με σιγμοειδή κάμψη. Την εποχή της Αναγέννησης η κ. στηριζόταν στον τοίχο ή την αναρτούσαν σε αυτόν και ήταν διακοσμημένη με διάφορα κομψοτεχνήματα. Ήταν κατασκευασμένη από ξύλο … Dictionary of Greek
πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… … Dictionary of Greek
δακτυλογραφία — Μέθοδος γραφής που βασίζεται στη χρήση της γραφομηχανής. Ο όρος δ. προέρχεται από το γεγονός ότι οι μηχανές αυτές λειτουργούν με χτύπημα ή άγγιγμα του δάχτυλου σε κατάλληλα πλήκτρα, στο καθένα από τα οποία αντιστοιχεί ένας ή περισσότεροι… … Dictionary of Greek
διατρητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάτρηση 2. αυτός που μπορεί να διατρυπά. 3. φρ. «διατρητική μηχανή» μηχανή με πληκτρολόγιο το οποίο συνδέεται με συγκρότημα διατρητικών ακίδων, για τη διάτρηση δελτίων κατά τη μηχανογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ … Dictionary of Greek
κλαβιέ — το μουσ. βλ. πληκτρολόγιο … Dictionary of Greek
κλαβικυθήριο — το είδος κλαβεσίνου τού οποίου το ηχείο και οι χορδές είναι κάθετες προς το πληκτρολόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. clavicytherium < clavi (< λατ. clavis «κλειδί») +… … Dictionary of Greek
μελόντικα — η μουσ. πνευστό όργανο με ελεύθερα γλωσσίδια και με πληκτρολόγιο που θέτει σε κίνηση τις βαλβίδες από τις οποίες ο αέρας διοχετεύεται στα γλωσσίδια, τα οποία πάλλονται και αναδίδουν τους αντίστοιχους μουσικούς φθόγγους … Dictionary of Greek
πλήκτρο — Μέρος του μηχανισμού ορισμένων μουσικών οργάνων (πιάνο, κλαβεσέν, εκκλησιαστικό όργανο κλπ.), που, με την πίεση του δαχτύλου ή του ποδιού (οπότε λέγεται ποδόπληκτρο), κινεί ένα σύνολο μηχανικών συνδυασμών, με αποτέλεσμα την εκπομπή ήχων ορισμένο… … Dictionary of Greek
σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων … Dictionary of Greek